- τρυγάνη
- τρυγάνη, ἡ, =A tribula, expld. as τ. ἡ τὸν σῖτον ἀλοῶσα, Gloss. (post τρυτ-); cf. τυκάνη.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγάνη — ἡ, Α όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τυκάνη*, κατ επίδραση τού ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek
τυκάνη — η, ΝΜΑ, και τυτάνη Α 1. είδος αλωνιστικού εργαλείου, η δοκάνη 2. είδος κηπουρικού εργαλείου για την διάλυση τών σβώλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύκος + επίθημα άνη (πρβλ. σκαπ άνη). Η λ. απαντά και με τις μορφές τυτάνη (πιθ. αναλογικά προς το τρυτάνη) και… … Dictionary of Greek